εὐθύναι

εὐθύναι
εὐθύ̱νᾱͅ , εὔθυνα
setting straight
fem dat sg (doric aeolic)
εὐθύ̱ναῑ , εὐθύνω
guide straight
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐθῦναι — εὐθύνω guide straight aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθυναι — εὔθῡναι , εὔθυνα setting straight fem nom/voc pl εὔθῡναι , εὐθύνω guide straight aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ЭФОРЫ —    • Έφοροι,        1. спартанская должность, состоявшая из 5 членов, назначавшихся ежегодно в осеннее равноденствие, т. е. в начале спартанского года, из среды народа, первоначально царями, позже самим народом, частью для судопроизводства в… …   Реальный словарь классических древностей

  • λογιστήριο — το (Α λογιστήριον) [λογιστής] νεοελλ. 1. γραφείο ή τμήμα δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου τηρούνται τα λογιστικά βιβλία και διεξάγεται η λογιστική υπηρεσία («πρέπει να πάτε στο λογιστήριο να πληρωθείτε») 2. φρ. «Γενικό Λογιστήριο» η… …   Dictionary of Greek

  • μαστρεία — και μαστρία και μαστράα, ἡ (Α) [μαστρός] ευθύνη («μαστρεῑαι αἱ τῶν ἀρχόντων εὔθυναι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”